σκληρωτικός

σκληρωτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιφέρει σκλήρωση, σκληρυντικός
2. ιατρ. αυτός που πάσχει από σκλήρυνση οργάνου ή ιστού
3. φρ. «σκληρωτικά οστάρια»
βιολ. α) δακτύλιος από μικρά οστά γύρω από τον σκληρό χιτώνα τού οφθαλμού τών πτηνών
β) δακτύλιος από μικρά οστά που περιβάλλουν τον οφθαλμό τών ψαριών, αλλ. οστέινες πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρῶ / σκλήρωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”